Δικηγόρος Ποινικού Δικαίου

Η λύση του γάμου


Με τον όρο «γάμος» νοείται τόσο η συστατική αυτού πράξη, όσο και η έννομη σχέση, που προκύπτει από την τέλεσή του. Όσον αφορά την πρώτη γίνεται ομόφωνα δεκτό, ότι αυτή είναι κατά τη νομική της φύση δικαιοπραξία και ειδικότερα σύμβαση του ιδιωτικού δικαίου. Όσον αφορά το γάμο, ως έννομη σχέση, αυτός κατά την επικρατούσα θεωρία έχει κατά κύριο λόγο ιδιωτικό χαρακτήρα και το ενδιαφέρον της πολιτείας εξαντλείται στην προστασία του. Η ρύθμιση των ζητημάτων του γάμου αποτελεί αντικείμενο του Οικογενειακού Δικαίου, το οποίο με τη σειρά του αποτελεί μέρος του Αστικού μας Κώδικα. Ανάμεσα στα άλλα ρυθμίζεται η τέλεση του γάμου, η ακυρότητά του, η ακυρωσία του, αλλά και το θέμα που θα εξετάσουμε στη συνέχεια, δηλαδή η λύση του γάμου.

Αναμφισβήτητα ο γάμος σε κάθε κοινωνία αποτελεί την σημαντικότερη ίσως έννομη σχέση του κάθε ανθρώπου, καθώς είναι η σχέση, που αναπτύσσει με τον σύντροφό του, από την οποία μάλιστα θα προέλθουν κατά τη φυσική πορεία των πραγμάτων και τα τέκνα του. Ο γάμος όμως είναι και μία έννομη σχέση, η οποία εκ των πραγμάτων κάποια στιγμή λύνεται για έναν εκ των δύο λόγων, που θα αναπτυχθούν στη συνέχεια.

Ειδικότερα, ο πρώτος λόγος λύσης του γάμου είναι ο θάνατος ενός εκ των δύο συζύγων. Ο θάνατος του ενός συζύγου λύνει, δηλαδή καταργεί για το μέλλον το γάμο, διότι, όπως είναι ευνόητο, η έννομη σχέση του γάμου είναι αυστηρώς προσωπική υπόθεση και είναι φυσικό να παύσει αυτομάτως και αυτοδικαίως να υπάρχει, μόλις εκλείψει το πρόσωπο του ενός συζύγου. Σε αντίθεση λοιπόν με άλλες έννομες σχέσεις, οι οποίες δεν επηρεάζονται από τον θάνατο του ενός μέρους, ο γάμος λύνεται με το θάνατο του ενός συζύγου και αυτό μάλιστα πραγματοποιείται χωρίς περαιτέρω διατυπώσεις και χωρίς να χρειάζεται να μεσολαβήσει η έκδοση οιασδήποτε Δικαστικής αποφάσεως.

Η λύση βέβαια του γάμου, λόγω θανάτου του ενός συζύγου, είναι η φυσική κατάληξη της έννομης σχέσης του κάθε γάμου. Στις μέρες μας όμως, συχνότατα παρατηρούνται προβλήματα στην έγγαμη συμβίωση των ανθρώπων, με αποτέλεσμα πολυάριθμοι γάμοι να λύνονται «πρόωρα» με τον δεύτερο τρόπο λύσης του γάμου, δηλαδή με την έκδοση διαζυγίου. Ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για πολιτικό ή θρησκευτικό γάμο, για τη λύση του με διαζύγιο απαιτείται και αρκεί η έκδοση αμετάκλητης Δικαστικής αποφάσεως. «Απαιτείται» σημαίνει ότι ο γάμος δεν μπορεί να λυθεί με άλλον τρόπο εκτός της έκδοσης Δικαστικής αποφάσεως. Δεν αρκεί η συμφωνία των συζύγων, ούτε η διαμονή σε διαφορετικές οικίες αλλά απαιτείται Δικαστική απόφαση και μάλιστα αμετάκλητη. Έτσι, αν δύο σύζυγοι χωρίσουν στην πράξη και εγκαταλείψουν ο ένας τον άλλον αλλά δεν μεσολαβήσει η έκδοση Δικαστικής αποφάσεως, θα συνεχίσουν να θεωρούνται και να είναι νομικά σύζυγοι μέχρι το θάνατό τους, με αποτέλεσμα να παραμένουν ενεργά όλα τα αποτελέσματα του γάμου. «Αρκεί» σημαίνει, ότι εκτός από την έκδοση αμετάκλητης Δικαστικής αποφάσεως, δεν απαιτείται ουδεμία άλλη διατύπωση για τη λύση του γάμου. Ακόμα και το «διαζευκτήριο», που εκδίδεται από τον μητροπολίτη, χρειάζεται ίσως για την τέλεση νέου θρησκευτικού γάμου, σε καμία όμως περίπτωση δεν απαιτείται για τη λύση του πρώτου γάμου, η οποία επέρχεται με μόνη την έκδοση της Δικαστικής αποφάσεως, που απαγγέλλει τη λύση του.

Το Οικογενειακό μας Δίκαιο αναγνωρίζει δύο τρόπους διαζυγίου, το συναινετικό διαζύγιο και το διαζύγιο με αντιδικία. Το πρώτο στηρίζεται απλά στη συμφωνία των συζύγων, να λύσουν το γάμο τους ανεξάρτητα από την ύπαρξη κάποιου λόγου, ενώ για την έκδοση του δευτέρου απαιτείται η συνδρομή κάποιου λόγου από αυτούς που περιοριστικά αναφέρονται στον Αστικό Κώδικα.

Όσον αφορά το συναινετικό διαζύγιο, αυτό εκδίδεται από το Δικαστήριο κατόπιν κοινής αιτήσεως των συζύγων, στην οποία αίτηση πρέπει οι σύζυγοι να εκδηλώνουν την κοινή τους βούληση προς λύση του γάμου τους και μάλιστα ανεξαρτήτως αιτίας. Η απλότητα και η ευκολία αυτού του τρόπου διάζευξης είναι πρόδηλη και γι’ αυτό το λόγο ο Νόμος έχει θέσει κάποιες «δικλείδες ασφαλείας» στο συναινετικό διαζύγιο προς αποφυγή βιαστικών και επιπόλαιων αποφάσεων, που λαμβάνονται κάποιες  φορές «εν θερμώ». Έτσι, κατά τους ορισμούς του Νόμου, για να εκδοθεί το συναινετικό διαζύγιο, πρέπει ο γάμος να έχει διαρκέσει τουλάχιστον έξι μήνες πριν από την κατάθεση της αιτήσεως διαζυγίου. Η διάταξη αυτή είναι προστατευτική για τα νέα ζευγάρια με δεδομένο, ότι η έγγαμη συμβίωση αλλάζει τη ζωή των ανθρώπων, με αποτέλεσμα πολλές φορές τα πρώτα προβλήματα του γάμου, να οδηγούν τα νέα ζευγάρια στην εύκολη και άκριτη απόφαση του χωρισμού. Επιπλέον και με σκοπό την προστασία των ενδεχομένως υπαρχόντων ανήλικων τέκνων, ορίζεται από το Νόμο, ότι, για να εκδοθεί το συναινετικό διαζύγιο, πρέπει να υπάρχει έγγραφη συμφωνία των συζύγων, με την οποία να ρυθμίζεται το ζήτημα της επιμέλειας των ανήλικων τέκνων και το ζήτημα της επικοινωνίας με αυτά. Μόνο κάτω από τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις εκδίδεται το συναινετικό διαζύγιο, που κατά τα άλλα λύνει το γάμο αυτόματα, χωρίς να απαιτείται η επίκληση κάποιας αιτίας, που να αφορά τον έναν ή τον άλλον σύζυγο.

Σχετικά με το κατ’ αντιδικία διαζύγιο αξίζει να σημειώσουμε, ότι, για να εκδοθεί αυτό, πρέπει ο ένας σύζυγος, ο οποίος θα καταθέσει την αγωγή, να ισχυριστεί και να αποδείξει, ότι οι σχέσεις των συζύγων έχουν κλονιστεί τόσο ισχυρά, από λόγο που αφορά το πρόσωπο του εναγομένου συζύγου ή και των δύο, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης συμβίωσης να είναι αφόρητη για τον ενάγοντα. Στην πραγματικότητα η μοναδική αιτία του κατ’ αντιδικία διαζυγίου είναι ο ισχυρός κλονισμός του γάμου, ο οποίος όμως πρέπει να οφείλεται στην συμπεριφορά του εναγομένου ή και των δύο συζύγων. Έτσι λοιπόν δεν υφίσταται έννοια διαζυγίου με την αιτιολογία ότι «βαρέθηκα» για παράδειγμα το σύζυγό μου. Ούτε μπορεί να εκδοθεί διαζύγιο με την αιτιολογία ότι «δεν θέλω άλλο τον γάμο μου». Για να εκδοθεί το διαζύγιο πρέπει να γίνεται σαφής αναφορά κλονιστικών του γάμου γεγονότων και μάλιστα αυτά τα γεγονότα να μην ανάγονται αποκλειστικά στην συμπεριφορά του ενάγοντα. Επειδή βέβαια η έννοια του ισχυρού κλονισμού είναι σχετικώς αόριστη και μπορεί να ερμηνευθεί με πολλούς τρόπους, ο ίδιος ο νόμος έχει ορίσει συμπεριφορές, οι οποίες συνιστούν ισχυρό κλονισμό του γάμου. Τέτοιες τυποποιημένες στο νόμο συμπεριφορές είναι η διγαμία, η μοιχεία, η εγκατάλειψη του ενάγοντα και η επιβουλή της ζωής του ενάγοντα από τον εναγόμενο. Όταν υπάρχει μία από τις τέσσερις προαναφερόμενες συμπεριφορές από τον εναγόμενο, τότε ο ισχυρός κλονισμός τεκμαίρεται κατά το Νόμο και πλέον το διαζύγιο θα εκδοθεί. Ο μοναδικός τρόπος, για να μην εκδοθεί, είναι να αποδείξει ο εναγόμενος (πράγμα δύσκολο), ότι, αν και προέβη σε αυτήν την συμπεριφορά, ωστόσο δεν κλονίστηκε ο γάμος. Παράλληλα με τις προαναφερόμενες περιπτώσεις, στις οποίες, όπως προελέχθη, ο εναγόμενος έχει τη δυνατότητα ανταπόδειξης για τον κλονισμό του γάμου, υπάρχουν και δύο περιπτώσεις, οι οποίες, αν συντρέχουν, τότε το διαζύγιο εκδίδεται μετά βεβαιότητας, διότι ο ισχυρός κλονισμός θεωρείται κατά το Νόμο αποδεδειγμένος, χωρίς δυνατότητα εναντίωσης και ανταπόδειξης από την πλευρά του εναγομένου. Η πρώτη από αυτές τις περιπτώσεις είναι η συνεχής διετής διάσταση των συζύγων και η δεύτερη περίπτωση είναι ο ένας από τους συζύγους να έχει κηρυχθεί σε αφάνεια, λόγω απουσίας του επί μακρού χρονικού διαστήματος χωρίς να είναι γνωστό το αν ζει ή όχι. Όταν συντρέχει μία εκ των δύο περιπτώσεων, τότε ο ισχυρός κλονισμός τεκμαίρεται αμάχητα, κατά τους ορισμούς του Νόμου, και το διαζύγιο εκδίδεται βάσει αυτού.

Με την ανάπτυξη των ζητημάτων της λύσεως του γάμου, που προηγήθηκε, έγινε μία προσπάθεια παράθεσης των βασικών ρυθμίσεων του Οικογενειακού μας Δικαίου για το εξεταζόμενο ζήτημα. Έχει γίνει ήδη αντιληπτό, ότι το νομοθετικό μας πλαίσιο προστατεύει την έννομη σχέση του γάμου, καθώς το μεν συναινετικό διαζύγιο εκδίδεται ναι μεν απλά και γρήγορα αλλά ωστόσο απαιτούνται και κάποιες προϋποθέσεις προς αποφυγή επιπόλαιων αποφάσεων, το δε κατ’ αντιδικία διαζύγιο απαιτεί οπωσδήποτε ισχυρό κλονισμό του γάμου συγκεκριμένο και αποδεδειγμένο, ούτως ώστε να μην γίνεται καταστρατήγηση της έννοιας του διαζυγίου. Από την άλλη βέβαια πλευρά το Δίκαιό μας προστατεύει και τους ίδιους τους συζύγους, καθώς για το μεν συναινετικό διαζύγιο αρκεί η εκφρασμένη κοινή βούληση των συζύγων, για το δε κατ’ αντιδικία διαζύγιο ο Νόμος έχει αναγνωρίσει ορισμένες συμπεριφορές και καταστάσεις, ως κλονιστικές του γάμου περιπτώσεις, ούτως ώστε να μην παραμένει ο εκάστοτε σύζυγος εγκλωβισμένος σε έναν γάμο, ο οποίος είναι πράγματι αφόρητος για εκείνον.

Αλέξανδρος Γ. Τσάπελης, Δικηγόρος