Δικηγόρος Ποινικού Δικαίου

Η μεταχρονολογημένη επιταγή


Σε πληθώρα συναλλαγών και ιδίως στις εμπορικές συναλλαγές έχει επικρατήσει να χρησιμοποιείται, ως μέσο πίστωσης, η μεταχρονολογημένη επιταγή. Η πίστωση, που συνομολογείται μεταξύ δανειστή και οφειλέτη για το εκάστοτε χρονικό διάστημα, συνοδεύεται στις μέρες μας σχεδόν πάντοτε και με την έκδοση από τον οφειλέτη μίας επιταγής, που «λήγει» στο αντίστοιχο χρονικό σημείο, στο οποίο λήγει και η πίστωση. Μία προσεκτική ωστόσο μελέτη του Δικαίου των αξιογράφων μας δείχνει, ότι η ενέργεια έκδοσης μεταχρονολογημένης επιταγής κρύβει πολλούς κινδύνους, τόσο για τον εκδότη – οφειλέτη, όσο και για τον κομιστή – δανειστή,  στην περίπτωση βέβαια που απέναντι  τίθεται ένας κακόπιστος συναλλασσόμενος.

Ως προελέχθη, η επιταγή σήμερα χρησιμοποιείται κυρίως, ως μέσο πίστωσης. Ποια είναι όμως η ρύθμιση του Νόμου πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα; Σύμφωνα με το Δίκαιο των αξιογράφων λοιπόν, μέσο πιστώσεως αποτελεί κυρίως η συναλλαγματική. Αντίθετα η επιταγή αποτελεί και πρέπει να χρησιμοποιείται ως μέσο άμεσης πληρωμής και όχι ως μέσο για την παροχή πιστώσεως. Κατά την αληθή έννοια του Νόμου επομένως  όποιος δίνει συναλλαγματική χρειάζεται χρήματα ενώ αντίθετα όποιος δίνει επιταγή έχει χρήματα. Αυτή ακριβώς η θέση των νομικών μας διατάξεων γίνεται εύκολα αντιληπτή ακόμα και με την απλή οπτική παρατήρηση των δύο προαναφερομένων αξιογράφων, δηλαδή μίας συναλλαγματικής και μίας επιταγής. Παρατηρούμε λοιπόν κοιτάζοντας απλά τα δύο αυτά αξιόγραφα, ότι η συναλλαγματική έχει, ως στοιχεία που πρέπει να συμπληρωθούν, για να είναι ισχυρή, τόσο ημερομηνία έκδοσης, όσο και ημερομηνία λήξεως. Αντιθέτως η επιταγή δεν έχει ημερομηνία λήξεως αλλά μόνο ημερομηνία έκδοσης, γιατί πολύ απλά η επιταγή δεν «λήγει» αλλά είναι πάντα πληρωτέα με την εμφάνισή της στην τράπεζα. Ένεκα ακριβώς τούτου κάνουμε λόγο για μεταχρονολογημένη επιταγή, γιατί απλά δεν υπάρχει ημερομηνία λήξεως, οπότε ο μόνος τρόπος, για να εξασφαλίσουμε την πίστωση, είναι να την μεταχρονολογήσουμε, δηλαδή, αν και την εκδίδουμε για παράδειγμα σήμερα, να γράψουμε στο σώμα του αξιογράφου, ότι την εκδώσαμε για παράδειγμα μετά από δύο μήνες.

Έγινε ήδη αντιληπτό ότι η έκδοση μεταχρονολογημένων επιταγών, αν και έχει επικρατήσει στις συναλλαγές, ωστόσο αποτελεί καταστρατήγηση του Δικαίου. Στη συνέχεια θα εξετάσουμε δύο βασικές παραμέτρους του όλου ζητήματος, δηλαδή την αιτία του φαινομένου αλλά και τους κινδύνους, που αντιμετωπίζει, τόσο ο εκδότης, όσο και ο κομιστής μεταχρονολογημένης επιταγής. Αναφορικά με την αιτία του φαινομένου, αυτή έγκειται αποκλειστικά στο γεγονός, ότι η έκδοση ακάλυπτης επιταγής αποτελεί ποινικό αδίκημα. Η μη πληρωμή μίας συναλλαγματικής μπορεί να δημιουργήσει πληθώρα αστικών αξιώσεων αλλά πολύ δύσκολα μπορεί να στηρίξει την ποινική καταδίκη του αφερέγγυου οφειλέτη, γιατί πολύ απλά δεν προβλέπεται από το Δίκαιό μας ο ποινικός κολασμός της μη πληρωμής της συναλλαγματικής. Αντιθέτως ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής κινδυνεύει να οδηγηθεί ενώπιον του ποινικού Δικαστηρίου και να υποστεί την ποινική καταδίκη, καθώς ο Νόμος προβλέπει ρητώς την ποινική αυτή καταδίκη. Εκ των ανωτέρω επομένως συνάγεται, ότι η επιταγή είναι εξοπλισμένη από το Νόμο με περισσότερα πλεονεκτήματα για τον δανειστή σε περίπτωση μη πληρωμής και ένεκα ακριβώς τούτου σταδιακά επικράτησε να χρησιμοποιείται αυτή, ως μέσο παροχής πιστώσεως, έναντι της συναλλαγματικής. Και αυτό βέβαια είναι απόλυτα φυσικό, διότι ο εκάστοτε δανειστής προτιμά να έχει στα χέρια του μία επιταγή του οφειλέτη του και ασκεί πίεση προς τούτο, καθώς γνωρίζει ότι ο οφειλέτης  θα το σκεφθεί πολύ να μην καλύψει την επιταγή, λόγω του κινδύνου να οδηγηθεί στη φυλακή.

Η φυσική βέβαια εξέλιξη κάθε επιταγής είναι η πληρωμή της και η φυσική πορεία της μεταχρονολογημένης επιταγής είναι η είσπραξη – πληρωμή της στο χρονικό σημείο, το οποίο αναφέρεται ως ημερομηνία έκδοσης, σύμφωνα με τα προλεχθέντα. Αυτά συμβαίνουν βέβαια, όταν μιλάμε για καλόπιστη συμπεριφορά και όταν οι συμμετέχοντες στη σχέση της επιταγής έχουν σκοπό να τηρήσουν τα συμφωνηθέντα, ότι δηλαδή η επιταγή δεν θα εισπραχθεί μέχρι την «ημερομηνία έκδοσης» και ότι δεν θα ανακληθεί μέχρι την «ημερομηνία έκδοσης». Τι γίνεται όμως σε περίπτωση που είτε ο δανειστής είτε ο οφειλέτης έχουν σκοπό να επιδείξουν κακόπιστη συμπεριφορά και πώς αντιμετωπίζεται αυτό ακριβώς το ζήτημα από το πλέγμα των νομικών μας διατάξεων; Κατά το Δίκαιο των αξιογράφων η επιταγή είναι πάντα πληρωτέα εν όψει, δηλαδή από τη στιγμή που θα εκδοθεί μπορεί να εμφανιστεί στην τράπεζα και να εισπραχθεί αμέσως και σε περίπτωση ελλείψεως διαθέσιμων κεφαλαίων στο λογαριασμό του εκδότη – δανειστή να «σφραγιστεί». Μάλιστα το ίδιο ακριβώς προβλέπεται και για τις μεταχρονολογημένες επιταγές, δηλαδή για τις επιταγές που φέρουν ψευδώς μεταγενέστερη της πραγματικής ημερομηνία εκδόσεως, οι οποίες μπορούν και αυτές να εμφανιστούν αμέσως για πληρωμή ακόμα και πριν από την αναγραφόμενη ημερομηνία εκδόσεως. Ο κίνδυνος είναι ήδη ορατός και γίνεται απόλυτα αντιληπτός και με το ακόλουθο παράδειγμα. Έστω ότι ο οφειλέτης εξέδωσε σήμερα μία μεταχρονολογημένη επιταγή με ημερομηνία εκδόσεως μετά από ένα μήνα, υπολογίζοντας ότι σε ένα μήνα θα έχει καλύψει το ποσό. Ο κομιστής της επιταγής διόλου δεν δεσμεύεται από την αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης και μπορεί ακόμα και την επόμενη μέρα να εμφανίσει την επιταγή στην τράπεζα και σε περίπτωση μη υπάρξεως των χρημάτων να ζητήσει από την τράπεζα τη σφράγισή της. Ο κομιστής βέβαια μπορεί να είναι καλόπιστος και να μην πράξει τούτο, περιμένοντας να έλθει η ημερομηνία, που αναγράφεται στο σώμα της επιταγής. Μπορεί όμως ο ίδιος καλόπιστος δανειστής να χρωστάει και ο ίδιος χρήματα και αντί μετρητών να οπισθογραφήσει την επιταγή σε έναν δικό του δανειστή, ο οποίος να ενεργήσει εκείνος κακόπιστα και να εμφανίσει την επιταγή αμέσως. Όπως γίνεται αντιληπτό, ο κύκλος των προσώπων, που μπορεί να μεσολαβήσουν μέχρι την έλευση της αναγραφόμενης ημερομηνίας, μπορεί ασφαλώς να μεγαλώσει επικίνδυνα για τον εκδότη και αρχικό οφειλέτη της επιταγής.

Άλλη μία περίπτωση, που κρύβει κινδύνους, είναι η λεγόμενη ανάκληση της επιταγής. Η ανάκληση είναι η ενέργεια, στην οποία έχει δικαίωμα να προβεί νομίμως ο εκδότης της επιταγής, αν η επιταγή δεν εμφανιστεί από τον κομιστή εντός οκτώ ημερών από την έκδοσή της, και οδηγεί αυτή η ανάκληση στην μη πληρωμή της επιταγής από την τράπεζα χωρίς συνέπειες για τον εκδότη. Δυστυχώς έχει παρατηρηθεί το γεγονός ότι ορισμένες φορές οι τράπεζες κάνουν δεκτές τις εντολές ανάκλησης και δεν πληρώνουν τις επιταγές ακόμα και αν οι ανακλήσεις γίνονται πριν την οκταήμερη προθεσμία από την ψευδώς αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης, αλλά σε κάθε περίπτωση μετά την οκταήμερη προθεσμία από την πραγματική έκδοση. Έτσι λοιπόν στο προηγούμενο παράδειγμα, αν ο κομιστής της μεταχρονολογημένης επιταγής είναι καλόπιστος και περιμένει την έλευση της αναγραφόμενης ημερομηνίας, για να εμφανίσει την επιταγή προς πληρωμή, αλλά ο εκδότης είναι κακόπιστος και ανακαλέσει την επιταγή μετά την παρέλευση του οκταημέρου από την πραγματική ημερομηνία εκδόσεως, τότε η ανάκληση, αν γίνει δεκτή από την τράπεζα, θα οδηγήσει στην μη πληρωμή της επιταγής, με αποτέλεσμα ο κομιστής να πρέπει να επιδιώξει Δικαστικά πλέον την απαίτησή του.

Από τα ανωτέρω διαφαίνεται, ότι σε κάθε περίπτωση η έκδοση μεταχρονολογημένων επιταγών  είναι το λιγότερο επικίνδυνη. Ακόμα και αν υπάρχει απόλυτη εμπιστοσύνη μεταξύ εκδότη και κομιστή της επιταγής, ο κύκλος των συμμετεχόντων στην επιταγή προσώπων μπορεί να μεγαλώσει, ενόψει της δυνατότητας μεταβίβασης της επιταγής με οπισθογράφηση. Βέβαια και η πίστωση, ως έννοια και λειτουργία, είναι απαραίτητη στις μέρες μας σε πολλές εκφάνσεις της ζωής και κυρίως στο εμπόριο. Άρα σε κάθε περίπτωση είναι σοφότερο να χρησιμοποιείται, ως μέσο πίστωσης, το θεσμοθετημένο προς τούτο αξιόγραφο της συναλλαγματικής, προς αποφυγή κακόπιστων συμπεριφορών, που μόνο επιβλαβείς μπορούν να είναι. 

Αλέξανδρος Γ. Τσάπελης, Δικηγόρος