Δικηγόρος Ποινικού Δικαίου

Η αξίωση συζύγου για συμμετοχή στα αποκτήματα


Έχει γενικώς επικρατήσει η άποψη ότι η/ο σύζυγος μετά το διαζύγιο παίρνει το 1/3 της περιουσίας του έτερου συζύγου, δίχως καμία άλλη προϋπόθεση, κάτι το οποίο, όπως θα γίνει αντιληπτό στη συνέχεια, είναι απόλυτα λανθασμένο και παραπλανητικό. Η/Ο σύζυγος έχει κατ’ αρχήν τη δυνατότητα να διεκδικήσει και να λάβει ένα ποσοστό της περιουσίας του έτερου συζύγου αλλά μόνο κάτω από πολύ συγκεκριμένες προϋποθέσεις, οι οποίες αναφέρονται στο Νόμο και οι οποίες πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά. Η/Ο σύζυγος ασφαλώς και έχει δικαίωμα συμμετοχής στα αποκτήματα, όπως είναι η σωστή ονομασία της ρύθμισης αυτής, αλλά πρέπει να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις, οι οποίες καθιστούν λίγο πιο πολύπλοκη την κατάσταση από το γεγονός ότι απλά παίρνει η/ο σύζυγος το 1/3 της περιουσίας του έτερου συζύγου.

Ξεκινώντας λοιπόν την εξέταση του ζητήματος αυτού πρέπει να πούμε ότι αρχική προϋπόθεση για την γένεση της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα είναι η λύση ή ακύρωση του γάμου ή έστω η τριετής διάσταση των συζύγων. Άρα λοιπόν η αξίωση για συμμετοχή στα αποκτήματα δεν μπορεί να εγερθεί οποτεδήποτε αλλά μετά την απαγγελία της αμετάκλητης λύσης ή ακύρωσης του γάμου ή έστω, αν οι σύζυγοι βρίσκονται σε διάσταση τουλάχιστον τρία έτη. Για παράδειγμα, στην περίπτωση ενός ζευγαριού, που βρίσκεται σε οριστική διάσταση για χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών ετών και δεν έχει λυθεί ο γάμος, δεν συντρέχει περίπτωση συμμετοχής στα αποκτήματα.

Δεύτερη προϋπόθεση για να μπορεί να υπάρχει κάποια περιουσιακή διεκδίκηση από την/τον σύζυγο είναι, να έχει αυξηθεί η περιουσία του έτερου συζύγου μετά την τέλεση του γάμου. Είναι αυτονόητο ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για συμμετοχή σε αποκτήματα εάν δεν υπάρχουν αποκτήματα. Και δεν μπορούμε να μιλάμε για απόκτημα, αν αυτό δεν σημαίνει αύξηση της περιουσίας. Για παράδειγμα αν μετά το γάμο ο/η σύζυγος αγόρασε ένα σπίτι αλλά με χρήματα, που εξοικονόμησε από ένα σπίτι, που ήδη είχε πριν το γάμο και πούλησε, τότε δεν μπορούμε να μιλάμε για συμμετοχή στα αποκτήματα, καθώς ναι μεν υπήρξε νέο απόκτημα αλλά δεν υπήρξε αύξηση της περιουσίας μετά το γάμο. Άρα λοιπόν, για να αξιώσει η/ο σύζυγος συμμετοχή, απαιτείται αύξηση της περιουσίας του έτερου συζύγου, η οποία προκύπτει από τη σύγκριση της περιουσίας του συζύγου σε δύο συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα, πριν το γάμο και μετά το γάμο ή την τριετή διάσταση.

Αν πληρούται και αυτή η προϋπόθεση, δηλαδή αν υπάρχει όντως αύξηση της περιουσίας του/της συζύγου, τότε πρέπει να εξεταστεί αν η/ο σύζυγος είχε συμβολή σε αυτήν την αύξηση. Συμβολή της/του συζύγου σημαίνει κάθε βοήθεια προς τον έτερο σύζυγο, ικανή να αποφέρει αύξηση της περιουσίας του. Μπορεί να σημαίνει χρηματοδότηση αυτού με χρήματα από την εργασία της/του συζύγου και μπορεί να φθάσει μέχρι και στο σημείο της απλής καθημερινής συμβολής. Η σύζυγος, έχει κριθεί ότι συμβάλει στην επαύξηση της περιουσίας του συζύγου της, ακόμα και αν δεν εργάζεται αλλά φροντίζει το σπίτι της και τα τέκνα του ζευγαριού. Ακόμα και αυτό μπορεί να θεωρηθεί συμβολή, καθώς ο Νόμος δεν αναφέρει τίποτα περί οικονομικής συμβολής αλλά μιλά για οποιαδήποτε συμβολή. Εάν για παράδειγμα ο σύζυγος εργάζεται και η σύζυγος δεν εργάζεται πλην όμως φροντίζει το σπίτι της, τα παιδιά της και την οικογένειά της, τότε  μπορεί να αξιώσει συμμετοχή στα αποκτήματα κατά το ποσοστό που θα κριθεί ότι της αναλογεί. Αν αντιθέτως η αύξηση της περιουσίας του συζύγου συνίσταται στην δωρεά ενός ακινήτου από τον πατέρα του, τότε η σύζυγος δεν έχει αξίωση, διότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνέβαλε σε αυτό.

Αν λοιπόν πληρούνται όλες οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις, τότε η/ο σύζυγος μπορεί να αξιώσει την απόδοση του μέρους της αύξησης, το οποίο προέρχεται από τη δική της/του συμβολή. Σε αυτό ακριβώς το σημείο της ρύθμισης έγκειται η παρανόηση περί του ποσοστού της συμμετοχής, διότι ο Νόμος αναφέρει ότι η συμβολή της/του συζύγου τεκμαίρεται στο ένα τρίτο της αύξησης. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η/ο σύζυγος αρκεί να αποδείξει ότι συνέβαλε στην αύξηση της περιουσίας, για να μπορέσει να λάβει ως τεκμήριο το 1/3 της περιουσίας. Αυτό όμως θα συμβεί μόνο αν ο έτερος σύζυγος δεν καταφέρει να ανταποδείξει κάτι διαφορετικό, δηλαδή ότι η συμβολή ήταν στο 1/5 ή στο 1/10 ή και ότι δεν υπήρχε καμία συμβολή. Άρα λοιπόν το ότι η/ο σύζυγος λαμβάνει το 1/3 της περιουσίας του έτερου συζύγου είναι μόνο ένα τεκμήριο του Νόμου, το οποίο όμως είναι μαχητό και χωρά αμφισβήτηση και αντίθετη κρίση. Επομένως σε κάθε περίπτωση το ποσοστό του 1/3 δεν είναι δεδομένο αλλά απλά πιθανό, καθώς έχει υπάρξει και πληθώρα περιπτώσεων, που η συμβολή της/του συζύγου κρίθηκε και κατά πολύ μεγαλύτερη του 1/3 ή και πολύ μικρότερη από αυτό το ποσοστό.

Από τα ανωτέρω εκτιθέμενα γίνεται αντιληπτό ότι η/ο σύζυγος, που επιθυμεί να αξιώσει συμμετοχή στα αποκτήματα του έτερου συζύγου, δεν μπορεί να το πράξει δίχως άλλο, αντιθέτως απαιτείται να συντρέχουν αρκετές προϋποθέσεις, τόσο σχετικά με το θέμα του εναρκτήριου χρονικού σημείου της Δικαστικής επιδίωξης, όσο και σχετικά με το θέμα της αποδείξεως για το αν πράγματι υπήρξε επαύξηση της περιουσίας και συμβολή της/του συζύγου σε αυτήν την επαύξηση, ενώ αντικείμενο απόδειξης συνιστά ασφαλώς και το πραγματικό γεγονός σε ποιο ποσοστό ανέρχεται η συμβολή της/του συζύγου στην επαύξηση της περιουσίας του έτερου συζύγου.

Αλέξανδρος Γ. Τσάπελης, Δικηγόρος